Σάρῳ

Σάρῳ
Σάρος
cycle of years
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαρῶ — σαρός cycle of years masc gen sg (doric aeolic) σαρόω sweep clean pres subj act 1st sg σαρόω sweep clean pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάρω — Σάρος cycle of years masc nom/voc/acc dual Σάρος cycle of years masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρω — σάρον broom neut nom/voc/acc dual σάρον broom neut gen sg (doric aeolic) σαρόω sweep clean pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) σαρόω sweep clean imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρῳ — σάρον broom neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρώνω — σαρῶ, όω, ΝΑ, και σαροννύω Α 1. σκουπίζω, καθαρίζω το έδαφος ή το δάπεδο («οἶκος σεσαρωμένος», ΚΔ) 2. μτφ. παρασύρω, καταστρέφω, εξαφανίζω («ο τυφώνας σάρωσε τα πάντα») νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) διενεργώ σάρωση 2. μτφ. συγκεντρώνω («σάρωσε όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • НЕОКОРЫ —    • Νεωκόροι,          (стража храма, наблюдатели храма, аеditui), это были лица обоего пола, под присмотром и охраной которых находился храм со всем ему принадлежащим (νεωκόρος ο̉ τòν ναòν κoσμω̃ν καὶ σαρω̃ν по Etym. Magn.). Это был сначала… …   Реальный словарь классических древностей

  • ασάρωτος — και ριστος, ρωγος, η, ο (Α ἀσάρωτος, ον) [σαρώ] εκείνος τον οποίο δεν έχουν σαρώσει, ο ασκούπιστος …   Dictionary of Greek

  • κήμωτρον — κήμωτρον, τὸ (Α) ο κημός*, το φίμωτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κημῶ + επίθημα τρον (πρβλ. σάρω τρον, φίμω τρον)] …   Dictionary of Greek

  • κατασαρώ — κατασαρῶ, όω (Α) σκουπίζω καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρῶ «σκουπίζω»] …   Dictionary of Greek

  • οίνωτρον — οἴνωτρον και οἴνωθρον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «χάρακα, ἧ τὴν ἄμπελον ἱστᾱσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + επίθημα (ω)τρον, κατά τα ουσ. σε τρον από ρήματα σε όω (πρβλ. σάρω τρον, φίμω τρον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”